- ἴππα
- ἴππᾱ , ἴππαfem nom/voc/acc dualἴππᾱ , ἴππαfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίππα — ἵππα, ἡ (Α) 1. δρυοκολάπτης 2. ως κύριο όν. ἡ Ἵππα η τροφός τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴπνη και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό] … Dictionary of Greek
ἰππέων — ἴππα fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hippa — HIPPA, æ, Gr. Ἵππα, ης, eine Nymphe, die den Bacchus soll auferzogen haben, welcher dafür bey ihrer Verehrung mit Styrax geräuchert wurde. Orph. Hymn. in Hippam … Gründliches mythologisches Lexikon
ίπνη — ἴπνη, ἡ (Α) πτηνό που χτυπά με το ράμφος του τους φλοιούς τών δέντρων, ίσως ο δρυοκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴππα και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό] … Dictionary of Greek